- εὐσχημάτιστος
- εὐσχημάτιστος [ᾰ], ον,A well-formed, Eust.1570.47.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εὐσχημάτιστος — well formed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσχημάτιστος — η, ο (Μ εὐσχημάτιστος, ον) καλά σχηματισμένος μσν. αυτός που σχηματίζεται εύκολα, ο ευκολοσχημάτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σχηματιστος (< σχηματίζομαι), πρβλ. α σχημάτιστος, ετερο σχημάτιστος] … Dictionary of Greek
εὐσχημάτιστον — εὐσχημάτιστος well formed masc/fem acc sg εὐσχημάτιστος well formed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)